- πέδικλο
- και πε(ρ)δούκλι και περδούκλα, το / πέδικλον, ΝΜΑ(για τα ζώα) η πέδη που προσαρμόζεται στα πόδια ορισμένων ζώων για να μην απομακρύνονται από ορισμένη περιοχή ή για να συνηθίσουν σε ορισμένο βηματισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από το λατ. pediculus «μικρό πόδι», ενώ κατ' άλλους από συμφυρμό τών λατ. pedica «δεσμός» και pedula, πληθ. τού pedule «πέλμα, πόδι» (< επίθ. pedulis, -e)].
Dictionary of Greek. 2013.